Σελίδες

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

ΤΑ ΠΑΞΙΜΆΔΙΑ.


Περιμέναμε το πλοίο καθισμένες σε μια αίθουσα αναμονής όπου το φως έμπαινε από τα τζάμια της βρώμικης βιτρίνας που έβλεπε προς την θάλασσα. Δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα του μεσημεριού σε αυτό το απομονωμένο μέρος. Μερικούς ηλικιωμένους τουρίστες, μια παρέα νεαρών και μια οικογένεια με τέσσερα ξανθά παιδάκια που έκαναν φασαρία και τριγύριζαν γύρω μας και συχνά διέκοπταν την προσευχή της Γερόντισσας. Εκείνη τους χαμογελούσε, τα ευλογούσε κάθε φορά που την πλησίαζαν και συνέχιζε ήρεμη μόλις αυτά απομακρύνονταν. Είχαμε μαζί μας μια συσκευασία με αρκετά μικρά παξιμαδάκια ολικής του εμπορίου και καραμέλες. Η Γερόντισσα δεν έτρωγε ποτέ τίποτε το μαγειρεμένο όταν ταξίδευε. Μόνο παξιμάδι γιατί υπέφερε από το στομάχι της. Σχεδόν με είχε πάρει ο ύπνος όταν διέκρινα τον κύριο που καθόταν δυο θέσεις μακριά από την Γερόντισσα να κοιτά επίμονα την σακούλα με τα παξιμάδια που ήταν στην άδεια θέση αριστερά της Γερόντισσας. Η Γερόντισσα πήρε ένα κι εκείνος αμέσως μετά έβαλε το χέρι του μέσα και πήρε και αυτός. Με παραξένεψε η σκηνή και λίγο αργότερα που η Γερόντισσα πήρε το δεύτερο παξιμάδι, εκείνος επανέλαβε την ίδια κίνηση. Άρχισα μέσα μου να θυμώνω. Μα τουλάχιστον ας περίμενε να του το προσφέρει η ίδια, σκέφτηκα. Ας ζητούσε την άδειά της! Με την κατάσταση της πανδημίας μπορεί να είναι και επικίνδυνο. Όταν η Γερόντισσα πήρε το τρίτο παξιμαδάκι η σκηνή έγινε ακόμη πιο παράξενη. Μετά από κείνη ο άνδρας έκανε την ίδια κίνηση και ακολούθησαν τα παιδάκια και οι γονείς τους. Το σακουλάκι άδειασε κι εγώ μέσα μου ήμουν ανάστατη γιατί η ίδια δεν είχα προλάβει να φάω ούτε ένα και πραγματικά πεινούσα. Θέλαμε ώρες για να φτάσουμε στον προορισμό μας και μας είχαν μείνει μόνο οι καραμέλες. Το στομάχι μου γουργούριζε, μαζί μας δεν είχαμε τίποτε άλλο το νηστίσιμο και τα παξιμαδάκια μας είχαν γίνει καπνός. Δεν ησύχαζα μέσα μου μέχρι που την σκέψη μου διέκοψε η φωνή της Γερόντισσας: αδελφή, βγάλε το σακουλάκι με τα παξιμάδια μας από την τσάντα μου κι αυτό με τις καραμέλες, πάρε για σένα και άφησε τα εδώ δίπλα μου για να πάρουν τα παιδάκια και οι συνταξιδιώτες μας που είχαν την καλοσύνη να μας προσφέρουν από τα δικά τους! Άνοιξα την τσάντα της και είδα ότι οι δικές μας προμήθειες ήταν άθικτες μέσα. Η συσκευασία με τα παξιμάδια μας ήταν ακριβώς ή ίδια με την άδεια στο κάθισμα. Ντράπηκα τόσο κι ένιωθα τα μάτια μου να τσούζουν. Με δυσκολία κατάφερνα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, ντρεπόμουν για την μικρότητά μου μπροστά στον Χριστό, στην Γερόντισσα και τους συνανθρώπους μου, ντρεπόμουν, μόνο ντρεπόμουν! Έκανα υπακοή και άνοιξα τις δύο συσκευασίες και τις άφησα δίπλα στην Γερόντισσα δίχως όμως να πάρω κάτι για τον εαυτό μου. Το πιο μικρό από τα παιδάκια έτρεξε μόλις είδε τις καραμέλες, έχωσε μέσα το χέρι του πήρε όσες μπόρεσε κι άρχισε να μας τις μοιράζει ξεκινώντας πρώτα από μένα. Ένιωθα το πρόσωπό μου να καίει, η πείνα είχε εξαφανιστεί και ήθελα μόνο να κρυφτώ κάπου και να κλάψω. Η Γερόντισσα γύρισε προς το μέρος μου και μου προσέφερε ένα παξιμάδι. Πάρτο παιδί μου και θα δεις, έχει την γεύση της ταπείνωσης που είναι ό,τι πιο νόστιμο και εκλεκτό έχεις φάει, μου είπε. Έσκυψα και φίλησα το χέρι της καθώς το έπαιρνα και τα δάκρυα που με δυσκολία μέχρι τότε είχα συγκρατήσει κύλησαν άφθονα πάνω του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου