Σελίδες

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Οι λυπημένοι χρειάζονται παρηγορία, οι χαμένοι στήριγμα, οι πεινασμένοι φαγητό, οι άστεγοι ρούχα, οι μπερδεμένοι μια λέξη που προέρχεται από εκείνη την πίστη, την οποία αντλούμε εδώ στην Εκκλησία και η οποία είναι η ζωή μας.




Ο καλός Σαμαρείτης


Anthony (Bloom), Metropolitan of Sourozh


„Σήμερα κι εμείς περάσαμε όλο το πρωί στην παρουσία του Θεού, εκεί, όπου είναι παρών. Ακούσαμε πώς η φωνή Του μας μίλησε για την αγάπη. … Σε λίγο θα φύγουμε από το ναό. … Θα φύγουμε από εδώ, σκεφτόμενοι όλα όσα έχουμε ακούσει και μάθει σήμερα, συγκινημένοι και χαρούμενοι και θα προσπεράσουμε καθέναν που θα βρεθεί στο δρόμο μας, γιατί φοβόμαστε ότι τα προβλήματά τους μπορούν να μας στερούν την ησυχία ή να οδηγήσουν το νου και την καρδιά μας μακριά από το θαύμα της συνάντησης με τον Θεό, από την παρουσία Του? Αν φερθούμε έτσι, τότε λίγο έχουμε καταλάβει (ή ίσως καθόλου) το Ευαγγέλιο, τον Χριστό και τον Θεό.“ – από μια ομιλία του Μητροπολίτη Αντωνίου Σούροζ (Μπλουμ) για την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη
Θέλω να προσέξετε δυο ή τρία πράγματα από την παραβολή του σημερινού Ευαγγελίου. Εκεί λέγεται ότι κάποιος άνθρωπος πήγε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Στην Παλαιά Διαθήκη η Ιερουσαλήμ ήταν ο τόπος, όπου ζει ο Θεός, όπου προσκυνήθηκε, όπου Του προσεύχονταν οι άνθρωποι. Εκείνος ο άνθρωπος ήταν στο δρόμο κάτω στην κοιλάδα. Από το βουνό, με θέα στον ουρανό, κατέβηκε εκεί, όπου περνάει η απλή ανθρώπινη ζωή.

Σ΄αυτό το δρόμο τον έπιασαν ληστές, πήρανε τα ρούχα του, τον χτύπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο στο δρόμο. Πέρασαν τρεις άνθρωποι, ο ένας μετά τον άλλο. Και οι τρείς ήρθαν από εκεί, όπου ζει ο Θεός. Και οι τρεις προσκύνησαν τον Θεό και έκαναν τις προσευχές τους. Οι δύο από τους τρεις προσπέρασαν τον πληγωμένο. Στο Ευαγγέλιο λέγεται καθαρά, ότι ο ιερέας απλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Ήταν ένας άνθρωπος καλά εξασφαλισμένος. Δεν μπορεί να τον αγγίξει - έτσι τουλάχιστον νόμιζε- η ανθρώπινη ανάγκη. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από τις προσευχές που διάβαζε προς το Θεό, ο οποίος είναι η ίδια η Αγάπη. Μετά προσπέρασε ο επόμενος, ένας λευίτης, δηλαδή ένας άνθρωπος που γνωρίζει την Αγία Γραφή, αλλά, όπως φαίνεται, δεν γνώρισε τον Θεό. Πλησίασε το μισοπεθαμένο, τον κοίταξε μια στιγμή και μετά συνέχισε τον δρόμο του. Ο νους του ήταν απασχολημένος με ψηλότερα πράγματα από μια ανθρώπινη ζωή ή το πάθος ενός ανθρώπου.

Και τέλος πάντων ήρθε ένας άνθρωπος που τον περιφρονούσαν οι εβραίοι απλά για την ύπαρξή του. Όχι εξαιτίας κάποιων προσωπικών, ηθικών ή άλλων αδυναμιών, αλλά απλά γιατί ήταν Σαμαρείτης – ένας απόβλητος. Αυτός σταμάτησε, όταν είδε τον πληγωμένο, γιατί ήξερε τί σημαίνει να είσαι απόβλητος, να είσαι μόνος, πώς νιώθεις όταν σε προσπερνάνε με περιφρόνηση. Έσκυψε επάνω στον πληγωμένο και έκανε ότι μπορούσε για να ανακουφίσει τον πόνο του. Τον έφερε σένα ήσυχο μέρος, όπου μπορεί να αναρρώσει. Όλα τα έξοδα τα ανέλαβε αυτός. Όχι μόνο τα έξοδα για τον πανδοχέα, για να φροντίζει τον πληγωμένο, αλλά ξόδεψε το δικό του καιρό, την δική του φροντίδα και τη δική του καρδιά. Τον φρόντισε με όλους αυτούς  τους δυνατούς τρόπους, με τους οποίους και εμείς μπορούμε να φροντίζουμε τους ανθρώπους γύρω μας.

Σήμερα κι εμείς περάσαμε όλο το πρωί στην παρουσία του Θεού, εκεί, όπου είναι παρών. Ακούσαμε πώς η φωνή Του μας μίλησε για την αγάπη. Ομολογήσαμε ότι πιστεύουμε σ΄αυτό το Θεό, ο οποίος είναι η ίδια η αγάπη, τον Θεό που παρέδωσε στο θάνατο τον Μονογενή Του Υιό για να μπορεί ο καθένας από μας – όχι μόνο σαν ομάδα, όλοι μαζί, αλλά ο καθένας από μας – να αποκτήσει την σωτηρία. Σε λίγο θα φύγουμε από το ναό. Στη διάρκεια της ερχόμενης βδομάδας, ή μέχρι να ρθούμε ξανά στην εκκλησία, θα συναντήσουμε πολλούς ανθρώπους. Θα τους φερθούμε όπως ο ιερέας ή ο λευίτης στην παραβολή? Θα φύγουμε από εδώ, σκεφτόμενοι όλα όσα έχουμε ακούσει και μάθει σήμερα, συγκινημένοι και χαρούμενοι και θα προσπεράσουμε καθέναν που θα βρεθεί στο δρόμο μας, γιατί φοβόμαστε ότι τα προβλήματά τους μπορούν να μας στερούν την ησυχία ή να οδηγήσουν το νου και την καρδιά μας μακριά από το θαύμα της συνάντησης με τον Θεό, από την παρουσία Του? Αν φερθούμε έτσι, τότε λίγο έχουμε καταλάβει (ή ίσως καθόλου) το Ευαγγέλιο, τον Χριστό και τον Θεό.

Και αν αναρωτηθούμε, όπως ο νεαρός ή ο νομοδιδάσκαλος: „Ποιός είναι ο πλησίον μου?“, η απάντηση του Χριστού είναι απλή: Αυτός, για τον οποίον πρέπει να είμαι πρόθυμος να παραμερίσω τα βαθιά συναισθήματα στην καρδιά μου και τις ψηλότερες σκέψεις, είναι ο καθένας. Κάθε άνθρωπος που χρειάζεται την  βοήθειά σου, σε κάθε επίπεδο, έστω να του δώσεις απλά λίγο φαί ή ένα μέρος να κοιμηθεί, έστω να τον ακούσεις προσεκτικά ή να τον φροντίσεις θερμά ή να είσαι απλά φιλικός μαζί του.

Αν όμως, κάποια μέρα (αυτή η μέρα μπορεί να μην έρθει ποτέ, αλλά μπορεί να έρθει και κάθε στιγμή) απαιτηθεί από μας κάτι πιο μεγάλο, τότε πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να αγαπάμε τον πλησίον μας, όπως μας το μαθαίνει ο Χριστός: πρόθυμοι να δώσουμε τη ζωή μας γι ᾽αυτόν. Το να δίνει κανείς τη ζωή του δεν σημαίνει να πεθάνει, αλλά να δώσει κάθε μέρα την φροντίδα σε όλους όσοι την χρειάζονται. Οι λυπημένοι χρειάζονται παρηγορία, οι χαμένοι στήριγμα, οι πεινασμένοι φαγητό, οι άστεγοι ρούχα, οι μπερδεμένοι μια λέξη που προέρχεται από εκείνη την πίστη, την οποία αντλούμε εδώ στην Εκκλησία και η οποία είναι η ζωή μας.

Ας φύγουμε από εδώ έχοντας στο νου μας αυτή την παραβολή. Όχι σαν ένα από τα πιο όμορφα διηγήματα που μας είπε ο Χριστός, αλλά σαν την άμεση οδό στην οποία μας καλεί ο Χριστός. Η παραβολή μας μαθαίνει πώς πρέπει να φερόμαστε ο ένας στον άλλον, τί προσεκτικά πρέπει να κοιτάζουμε γύρω μας, ξέροντας, ότι και μια μικρή τρυφερή κίνηση, μια θερμή λέξη, μια προσεκτική χειρονομία μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου που ζει μέσα στη μοναξιά. Ας μας βοηθήσει ο Θεός να γίνουμε όμοιοι του Καλού Σαμαρείτη σε κάθε επίπεδο της ζωής και σε σχέση με όλους τους ανθρώπους.

Αμήν

http://www.bogoslov.ru/greek/text/2945378.html

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.




Χάρις εις την θεία σοφία εγώ  γνώρισα όλα τα απόκρυφα και φανερά όντα και τας ιδιότητας αυτών. Η σοφία, η οποία εκ του μηδενός δημιούργησε και κατευθύνει τα πάντα, με δίδαξε αυτά.

Αυτή δε η σοφία του Θεού έχει πνεύμα απολύτου νοήσεως, άγιο, μοναδικό στον ουράνιο και επίγειο κόσμο, πολυτρόπων ενεργειών, άυλων, ευκίνητον, απειρομέγεθες, αμόλυντον, σαφές, απρόσβλητο και άτρωτο από οιανδήποτε ατέλεια. 
Διεισδυτικό, ευεργετικό, πνεύμα, το οποίον υπερνικά όλα τα εμπόδια και αγαπά πάντοτε το αγαθόν.

Αυτό είναι φιλάνθρωπο, σταθερό, αλάθητο, από καμίαν δεν πιέζεται μέριμνα, παντοδύναμο, εποπτεύει και κατευθύνει τα πάντα. Εισχωρεί εις όλα τα πνεύματα αγγέλων και ανθρώπων, τα νοερά, τα καθαρά, τα λεπτότατα.

Η σοφία έχει την απόλυτον εξ εαυτής κίνηση, απείρως ανωτέρα από κάθε τι, το οποίον κινείται εις την γην και τον ουρανό. Χάρις εις την απόλυτον αυτής καθαρότητα εισδύει και προχωρεί δια μέσου όλων των επιγείων και των ουρανίων προσώπων και πραγμάτων.

Διότι αυτή είναι πνοή, τρόπον τινά, του παντοδυνάμου Θεού, ολοκάθαρο απαύγασμα της δόξης του παντοκράτορας. Δια τούτο τίποτε το μολυσμένο δεν υπεισέρχεται εις αυτήν και δεν την μολύνει.
Αυτή είναι το φωτεινό απαύγασμα του θείου, αμεταβλήτου, αιωνίου φωτός• ολοκάθαρο κάτοπτρο της ενεργείας του Θεού, είκών και έκφρασις της αγαθότητας του Θεού.

Και ενώ είναι μία μόνον, δύναται να κάμη τα πάντα ως παντοδύναμος. Μένει καθ' εαυτήν αναλλοίωτος και ανακαινίζει τα πάντα. Από γενεάς εις γενεά μεταβαίνει και ενθρονίζεται εις ψυχάς οσίας. Παιδαγωγεί και μορφώνει φίλους Θεού και προφήτας.

Κανένα άλλο λογικό ον δεν αγαπά ο Θεός, ειμή μόνον εκείνο, το οποίον συγκατοικεί με την θεία σοφία.
Αυτή είναι ωραιότερα και λαμπρότερα από τον ήλιο, ανωτέρα από όλα τα αστρικά σύμπαντα, συγκρινόμενη δε προς το φως υπερέχει και προηγείται από αυτό.
Διότι το μεν υλικό φως το διαδέχεται η νύκτα• κανένα όμως σκότος και καμία σκιά κακίας δεν ημπορεί να κυριαρχήσει εις την θεία σοφία.

 ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ.  ΚΕΦΑΛ 7     21-30

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤ´ΨΑΛΜΟ




«Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με».
Όταν ακούσεις θυμό και οργή του Θεού, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, μη νομίσεις κάτι το ανθρώπινο. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να χαρακτηρίσουν τον Θεό δεν έχουν πάντα την ίδια σημασία με αυτήν που ισχύει για τα δεδομένα του ανθρώπου.
Όταν λέμε π. χ. ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον παίρνοντας χώμα (Γεν. 2,7), δεν σημαίνει ότι ο Θεός έχει χέρια και έκανε μια χειρωνακτική εργασία. Απλώς η Γραφή αποκαλύπτει, με λόγια απλά και κατανοητά για τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον δημιούργησε προσωπικά και μάλιστα όχι με ένα ξερό πρόσταγμα «είπε και εγεννήθησαν», όπως έγινε με τ’ άλλα δημιουργήματά του, αλλά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα.
Όταν λέγει η Γραφή ότι ο Θεός ακούει ή βλέπει (Ψαλμ. 93,9), δεν σημαίνει ότι έχει σώμα, μάτια και αυτιά. Ακούει και βλέπει πνευματικά, όπως εκείνος μόνο γνωρίζει και ασύλληπτα περισσότερο απ’ ότι ο άνθρωπος με τα υλικά αισθητήρια.
Όταν λέμε ο Χριστός είναι υιός του Θεού, η λέξη υιός δεν σημαίνει το ίδιο με ότι σημαίνει για τον άνθρωπο. Ο υιός στους ανθρώπους δεν έχει ποτέ την ίδια ηλικία με τον πατέρα, αλλά πάντοτε είναι μικρότερος. Και κάποτε, πριν γεννηθεί, ενώ υπήρχε ο πατέρας του, αυτός δεν υπήρχε. Στην Τριαδική όμως Θεότητα ο Υιός είναι συνάναρχος με τον πατέρα. Ανέκαθεν συνυπάρχει και συνευρίσκεται με Εκείνον. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1). Συνεπώς, όταν χρησιμοποιούμε λέξεις για να χαρακτηρίσουμε το Θεό, δεν μπορούμε να σκεπτόμαστε με τις ανθρώπινες κατηγορίες σκέψεως.
Έτσι κι όταν χρησιμοποιεί η Γραφή τις λέξεις οργή και θυμός για τον Θεό, πρέπει να γνωρίζουμε ότι μιλά ανθρωποπαθώς για να μας ξυπνήσει. Άσχετα αν εμείς, όταν αντιμετωπίζουμε την οποιαδήποτε παιδαγωγική ή ιατρική θεραπευτική ενέργεια του Θεού, νομίζουμε ότι ο Θεός μας μισεί και οργίζεται μαζί μας και ξεσπά πάνω μας, όπως θα νόμιζε ένας ιθαγενής της ζούγκλας του Αμαζονίου ότι ο γιατρός, που παίρνει το μαχαίρι, για να τον χειρουργήσει και έτσι να τον θεραπεύσει από μία φοβερή νόσο, είναι ένας κακούργος δολοφόνος ή ένας σαδιστής, που διασκεδάζει βασανίζοντας τους άλλους. Βεβαίως ο ασθενής θα νιώσει κάποτε, όταν περάσει η επήρεια της ναρκώσεως τον πόνο και την θεραπευτική ενέργεια της εγχειρήσεως του γιατρού να τον ταλαιπωρεί. Πλην όμως ο γιατρός έκανε ότι έκανε από αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και όχι γιατί τον μισεί και θέλει να τον βασανίσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θεό.

Ο Θεός λοιπόν είναι τελείως απαθής και ήρεμος και γαλήνιος. Και η οργή του είναι ανυπόστατος κατά τους πατέρες. Τίποτα το ανθρώπινο δεν τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό στον Ιερεμία (7,10) διευκρινίζει ο Θεός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον νευριάσουν, αλλά μόνο να οργισθούν οι ίδιοι. Τον παρουσιάζει όμως η Γραφή έτσι για να συγκινήσει και να ωφελήσει τους παχύτερους πνευματικά. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς, όταν μιλούμε με βαρβάρους, με παιδιά, με διανοητικώς αναπήρους και καθυστερημένους· κατεβαίνουμε στο επίπεδό τους και μιλάμε τη γλώσσα τους. Ψελλίζουμε και συλλαβίζουμε τις λέξεις, όταν μιλούμε στα μωρά, και προσποιούμαστε ότι θυμώνουμε και κουνούμε απειλητικά χέρια και πόδια, για να τα εντυπωσιάσουμε και να τα οδηγήσουμε στο σωστό.


«Κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με» τελικά σημαίνει μη θελήσεις να με καταδικάσεις οριστικά, αμετάκλητα και αιώνια διά τα αμαρτήματά και πλημμελήματά μου. Γι’ αυτό κι εδώ ο Δαυίδ που έγραψε τον έκτο ψαλμό, που θεωρείται από τους ερμηνευτές ως ο πρώτος από τους ψαλμούς μετανοίας (31ος, 37ος, 50ος, 101ος, 129ος και 142ος),  νιώθοντας τις τύψεις της συνειδήσεως, μετά τον έλεγχο του Νάθαν, να τον μαστιγώνουν και περιμένοντας περιδεής την τιμωρητική αντίδραση του Θεού για το διπλό έγκλημα που είχε κάνει (φόνο του αξιωματικού του και μοιχεία), ξεσπά στον Θεό ικετευτικά και παρακαλεί να τον μαλώσει, χωρίς όμως να είναι θυμωμένος και να τον τιμωρήσει αλλά όχι με οργή. Δηλαδή παρακαλεί να μη τον καταδικάσει και να τον συγχωρήσει.

«Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί· ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου, και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».
Η ασθένεια, η αδυναμία, η ψυχική ταραχή, ασχέτως αν προέρχονται από τις αμαρτίες μας ή από ανθρώπινη αδυναμία ή και επιβουλές και επιθέσεις εχθρών, που τόσο μας ταλαιπωρούν και μας κουράζουν και μας φοβίζουν, είναι αιτίες και ισχυρά ατού για να μας ελεήσει ο Θεός. Μη το ξεχνάμε αυτό και μη γκρινιάζουμε συνέχεια, όταν  έχουμε, αλλά ας φροντίσουμε να τα εκμεταλλευτούμε. Εδώ και τώρα.

«Και συ, Κύριε, έως πότε»;
Μέχρι πότε Κύριε θα σιωπάς και δεν θ’ απαντάς στις προσευχές μου; Μέχρι πότε θα είσαι σιωπηλός; Μέχρι πότε θα με αποστρέφεσαι; Αναγνωρίζω τις αμαρτίες μου και δέχομαι την διόρθωσή σου, αρκεί να μη είναι πολύ σκληρή και με εξουθενώσει. Μήπως γίνει αιτία και μέσα στον διορθωτικό πόνο και κόπο, που θα αναθέσεις στην ύπαρξή μου, να συντριβώ και να χαθώ ολότελα.
«Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού· εν η αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ους σου· εν η αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον με» λέγει αλλού ο Δαυίδ (Ψαλμ. 101,3). Και η Εκκλησία μας ακολουθώντας την Γραφή ψάλλει· «Μη αποστρέψης το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επακουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν» (προκείμενο του εσπερινού της συγγνώμης, το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής).

«Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου, σώσον με ένεκεν του ελέους σου».
Ζητά να επιστρέψει ο Κύριος και να ελευθερώσει την ψυχή του. Αυτό ζητάν και επιθυμούν οι ευσεβείς και δίκαιοι. Να είναι κοντά ο Κύριος και να λυτρώνει την ψυχή τους, όπως ψάλλουμε στο προκείμενο της Τυρινής που προαναφέραμε. Ενώ οι πολλοί ένα πράγμα επιθυμούν ν’ απολαμβάνουν την ευημερία της παρούσας ζωής.
Εκτός από την ασθένεια, την αδυναμία και την ψυχική ταραχή και διάλυση, βασική αιτία για να κερδίσει ξανά την εύνοια του Θεού και την σωματικοψυχική σωτηρία του είναι και ότι ο Θεός είναι «οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος». Είναι η πηγή του ελέους. Το έλεός του κυνηγά κάθε άνθρωπο, άσχετα αν πολλές φορές δε φαίνεται. «Και το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου, και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών» (Ψαλ. 22,6). Είναι σαν να λέγει ο Δαυίδ· «Κύριε αν δεν σε συγκινούν η ασθένεια, η αδυναμία μου και η ψυχική μου ταραχή, τότε θυμήσου την ιδιότητα που έχεις. Είσαι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Αυτή είναι η ιδιότητά σου. Αυτή είναι αποστολή σου και το έργο σου. Συνεπώς οφείλεις να με ελεήσεις. Σώσον με ένεκεν του ελέους σου».

«Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τω Άδη τις εξομολογήσεταί σοι».
Με τα δεδομένα της Παλαιάς Διαθήκης σημαίνει ότι Κύριε αν με αφήσεις και συντριβώ και πεθάνω οριστικά πως θα σε μνημονεύω και πως θα σε δοξολογώ. Αν θες να συνεχίσω να σε λατρεύω μη με αφήσεις να καταστραφώ ολοσχερώς. Με τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης σημαίνει ότι αν πεθάνω πνευματικά θα σε ξεχάσω οριστικά. Κι αυτό θα είναι η οριστική καταστροφή μου και η αιώνια δυστυχία μου. Πως θα εξομολογηθώ πλέον στον Άδη; Ή μάλλον κι αν εξομολογηθώ και εκφράσω μετάνοια αυτή θα είναι ανώφελη. Και ο πλούσιος μετάνιωσε όταν πήγε στον Άδη αλλά δεν τον ωφέλησε η μετάνοιά του (Λκ. 16,24-31). Και οι μωρές παρθένες θέλησαν να πάρουν λάδι, αλλά κανείς δεν τις έδιδε. Λυπήσου με λοιπόν Κύριε και μη μ’ αφήσεις να καταστραφώ.

«Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω».
Θα πρέπει μαζί με την φιλανθρωπία του Θεού να υπάρχει και η ανθρώπινη προσπάθεια. Η ασθένεια, η αδυναμία, η ταραχή είναι μεγάλα πλεονεκτήματα για ν’ αποσπάσουμε τη χάρη του Θεού· αλλά χρειάζεται και η επιπλέον μετάνοια, κατάνυξη και συντριβή. Ο Δαυίδ τα έχει και αυτά. Στέναξε τόσο πολύ, που κουράστηκε και εξαντλήθηκε από τους στεναγμούς. Κλαίει δε τόσο, που λούζει όχι μία, δύο ή τρεις νύχτες, αλλά κάθε νύχτα το κρεβάτι του με δάκρυα και κάνει μούσκεμα το στρώμα του από τα δάκρυα που χύνει ακατάπαυστα. Οι νύχτες γι’ αυτόν δεν ήταν για ανάπαυση αλλά για θρήνους και οδυρμούς. Η μέρα με τους περισπασμούς των διαφόρων βασιλικών καθηκόντων δεν του επέτρεπε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το κλάμα και τον οδυρμό της μετάνοιας. Τη νύχτα όμως κανείς δεν τον αποσπούσε από αυτήν την ηδονή. Διότι γνωρίζουν καλά όσοι ζήσανε παρόμοιες καταστάσεις πόση ευφροσύνη προξενούν τα δάκρυα αυτά και τι ηδονή πνευματική προσφέρουν. Κι αυτόν τον οδυρμό ο Δαυίδ δεν το ενεργεί μόνο τώρα αλλά θα τον κάνει και στο μέλλον! Διότι λέγει «λούσω».
Στο χωρίο αυτό ο Δαυίδ μας εισάγει στα μεγάλα και δυσθεώρητα ύψη της μεγάλης μετάνοιας και αγιότητας. Φοβερή η αμαρτία και η πτώση του αλλά ασύγκριτα πιο φοβερή η μετάνοια και η κατάνυξή του. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πέσανε στα αμαρτήματά του, αλλά όμως δεν φθάσανε και στο ύψος της αγιότητάς που έφθασε αυτός, διότι δεν είχανε αυτή τη μετάνοια και την προσευχή.

Ας θυμηθούμε εδώ τα δάκρυα του Τελώνη που τον ανέβασαν πιο ψηλά από τον ενάρετο Φαρισαίο.
Ας θυμηθούμε την πόρνη Μαρία την Αιγυπτία, που έφθασε σε ύψος αρετής και αγιότητας, που δεν φθάσανε παρθένοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, διότι δεν είχαν την μετάνοια και το πένθος της που την ώθησε να ζήσει μια ζωή ασκήσεως, υπεράνθρωπη και αγγελική.
Στο σημείο αυτό όμως θα πρέπει να θυμηθούμε επίσης και τον γίγαντα της αγιότητας τον απόστολο Παύλο, που έχυνε δάκρυα νύχτα και ημέρα, όταν νουθετούσε τους χριστιανούς της Εφέσου (Πρξ. 20,31). Διότι τα δάκρυα είναι χρήσιμα και ωφέλιμα παντού· όχι μόνο για την μετάνοια και την εξομολόγηση αλλά και για την ιεραποστολή και για την εν γένει ποιμαντική διακονία. Τα δάκρυα αυξάνουν τα σπέρματα της αρετής και ποτίζουν τον κήπο της αγιότητας.

«Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου»
Κλαίω συνεχώς, γιατί σε νιώθω οργισμένο και από τα συνεχή μου δάκρυα χαλάσανε τα μάτια μου και δεν μπορούν να δουν, είναι εκ πρώτης όψεως η ερμηνεία.
Ο άγιος Χρυσόστομος όμως διατείνεται ότι οφθαλμόν εδώ εννοεί τον οφθαλμό της ψυχής. Το διορατικό και λογικό μέρος της ψυχής που το συνταράσσει η σκέψη των αμαρτημάτων μας. Η σκέψη ότι ο Θεός είναι «θυμωμένος» μαζί μας. Η ταραχή όμως αυτή της ψυχής μας, και πάλι κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι η μητέρα της γαλήνης. Είναι η αιτία της αρετής. Ενώ αντίθετα η ησυχία και ραστώνη και ευμάρεια και κατά κόσμο ειρήνη και ασφάλεια μας οδηγούν στην καταστροφή.
             
«επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου».
Κατάντησα να περιφρονούμαι από τους εχθρούς μου σαν ένα παλαιό και τριμμένο ρούχο. Έγινα ερείπιο και σαράβαλο από τις επιβουλές τους. Κι αυτοί οι εχθροί μου αποκτούν περισσότερη καταστροφική δύναμη όταν πέφτω στην αμαρτία. Πρέπει λοιπόν ν’ αποκτήσω ξανά την αρετή και ν’ αποφύγω την αμαρτία.

«Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν»
Για να πετύχουμε την αρετή, συν τοις άλλοις, πρέπει ν’ αποφεύγουμε τους πονηρούς ανθρώπους. Είναι μακάριος και ευτυχισμένος ο άνθρωπος, λέγει ο πρώτος ψαλμός, που δεν πορεύεται σε παρέα ασεβών και δεν βαδίζει το δρόμο που βαδίζουν οι αμαρτωλοί. Ο δε Κύριός μας προστάσσει ακόμη και στενούς φίλους και συγγενείς, που επέχουν θέση σπουδαίων μελών του σώματός μας, όταν μας σκανδαλίζουν, να τους αποκόπτουμε από τη ζωή μας (Ματθ. 5, 29-30). Αυτό έκανε και ο Δαυίδ. Όχι μόνο δεν επεδίωκε συναναστροφές με ασεβείς και αμαρτωλούς αλλά και απέπεμπε σκαιότατα αυτούς από κοντά του.

«ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου· ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου. Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο.
Ο Δαυίδ, πολύ συχνά στους ψαλμούς του, ενώ ζητά κάτι από τον Κύριο, αμέσως μετά τον ευχαριστεί σαν να το έλαβε και εκφράζει την πεποίθησή του ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή του. Τόσο βέβαιος είναι για την γρήγορη απάντηση του Θεού στις δεήσεις του.
Αλλά κι αν ο Θεός δεν απαντήσει κυριολεκτικά στο αίτημά μας, απαντά οπωσδήποτε παρέχοντας την χάρη του, που είναι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία. Εδώ πρέπει να πούμε ότι και στην περίπτωση των ταμάτων θα πρέπει να δίδουμε το τάμα μας, ακόμη κι αν δεν εισακούστηκε το αίτημά μας. Διότι αλλιώς η σχέση μας με τον Θεό είναι εμπορική, στα πλαίσια του «δούναι και λαβείν». Αλλά και διότι, όπως προαναφέραμε, δεν υπάρχει περίπτωση να μη λάβουμε κάτι.

Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα διά τάχους».
Εκ πρώτης όψεως αλλαλάζει θριαμβευτικά ο Δαυίδ για την πλήρη αποτυχία των εχθρών του να τον εξολοθρεύσουνε.  Κι αυτό συμβαίνει, αν ως εχθρούς του θεωρήσουμε τους μιαρούς και φθονερούς δαίμονες.
Στη περίπτωση όμως που οι εχθροί είναι άνθρωποι, αν συμβεί αυτό που εύχεται ο Δαυίδ, τότε οι εχθροί του σταματούν το αμαρτωλό έργο τους και την άτιμη προσπάθειά τους. Συνεπώς ελαττώνουν την τιμωρία τους και αν συνέλθουν και μετανοήσουν σώζονται. Συνεπώς και αυτή η δέηση του Δαυίδ, κάτω από το φως της αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης,  έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα και όχι απλά τιμωρητικό.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Ο δίκαιος, ο οποίος κοπίασε στον αγώνα της αρετής, θα γίνει κριτής αυτών, που ζουν με ασέβεια






Ο δίκαιος, ο οποίος κοπίασε στον αγώνα της αρετής, θα γίνει κριτής αυτών, που ζουν με ασέβεια. Και ενάρετος νεότης, που έλαβε σύντομο τέλος, θα κρίνει το αμαρτωλό γήρας.
Οι ασεβείς όμως θα δουν την πρόωρο τελευτή του κατά Θεό σοφού και δεν θα κατανοήσουν, τι εσκέφθη δι' αυτόν ο Θεός και πως τον προστάτευσε, και τον εξασφάλισε εις την αιωνιότητα ο Κύριος.
Θα δουν τον πρόωρο θάνατον των δικαίων και θα τους εξουθενώσουν. Ο Κύριος όμως θα γελάσει εμπαικτικός εις βάρος των ασεβών.
Έπειτα από αυτά πτώμα περιφρονημένο και ακάθαρτο θα καταντήσουν κατά τον θάνατόν των οι ασεβείς. Αιώνιος εμπαιγμός θα είναι αυτοί ανάμεσα στους νεκρούς. Διότι ο Κύριος θα τους συντρίψει. Θα τους ρίψη στο έδαφος πρηνείς και αφώνους, θα τους συγκλονίσει εκ θεμελίων. Έρημος και άκαρπος θα μείνει η γενεά των ωσάν το χέρσο έδαφος. Μέσα στον άδη θα ευρίσκονται εις πόνο και θλίψιν και αυτή ακόμη η ανάμνησης των θα αφανισθή εις την γη.

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 4-16  4-19


Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Μακάριοι είναι οι άμεμπτοι και ανεπίληπτοι εις τας πορείας της ζωής των.





Μακάριοι είναι οι άμεμπτοι και ανεπίληπτοι εις τας πορείας της ζωής των. Αυτοί, οι οποίοι ζουν και πορεύονται σύμφωνα με τον νόμο του Κυρίου.

Μακάριοι είναι αυτοί, που ερευνούν με ενδιαφέρον και μελετούν με ευλάβεια τας μαρτυρίας και τα θελήματα του Κυρίου, δια να τα γνωρίσουν και τα εφαρμόσουν εις την ζωήν των. Αυτοί με όλν των την καρδία θα αναζητήσουν και θα ανεύρουν τον Κυριον.

Δεν είναι μακάριοι οι αμαρτωλοί διότι αυτοί εργάζονται και εφαρμόζουν εις την ζωήν των την παρανομίαν και δεν ζουν σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.

Συ, έδωσες τας εντολάς σου εις ημάς, δια να τας τηρήσωμεν με κάθε προσοχήν και ακρίβεια.
Είθε να ευοδωθούν αι πορείαι και αι προσπάθειαί μου, στο να φυλάττω με ακρίβειαν τα προστάγματά σου.

Τοτε δεν θα εντροπιασθώ, όταν με προσοχή και ευλάβεια έχω εστραμμένα τα βλέμματά μου εις όλας τας εντολάς σου.

Θα σε δοξολογώ με ειλικρίνεια καρδίας, όταν θα έχω μάθει και θα προσπαθώ να εφαρμόζω τας εντολάς της δικαιοσύνης σου.

ΨΑΛΜΟΣ 118 ΣΤΙΧΟΣ 1-8

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Μεγάλαι Όντως και ανεξιχνίαστοι είναι, Κύριε, αι κρίσεις σου. Δια τούτο οι ακαλλιέργητοι κατά την ψυχή επλανήθησαν σχετικώς με αυτάς και με σέ.






ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 17


Μεγάλαι Όντως και ανεξιχνίαστοι είναι, Κύριε, αι κρίσεις σου. Δια τούτο οι ακαλλιέργητοι κατά την ψυχή επλανήθησαν σχετικώς με αυτάς και με σέ.
Οι παράνομοι δηλαδή άνθρωποι, οι Αιγύπτιοι, νομίσαντες ότι θα κατορθώσουν να καταδυναστεύσουν έθνος αγίων, έγιναν οι ίδιοι δέσμιοι του σκότους φυλακισμένοι εις μακράν νύκτα, κατάκλειστοι κάτω από τας στέγας των οικιών των, εξόριστοι και εστερημένοι από την αιωνία σου πρόνοια.

Διότι, νομίζοντες ότι θα μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα απόκρυφα αμαρτήματά των κάτω από το σκοτεινό σκέπασμα της λήθης, διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη περιδεείς και κατάπληκτοι, τρομοκρατούμενοι από φαντάσματα.
Ούτε τα πλέον απόκρυφα και εσωτερικά καταφύγιά των δεν τους γλύτωσαν από τον φόβο των, διότι ήχοι τρομακτικοί αντηχούσαν ολόγυρά των και σκυθρωπά φαντάσματα με βλοσυρά πρόσωπα ενεφανίζοντο εις αυτούς.

Καμία δε δύναμις πυρός δεν ήτο ικανή να δώση κάποιο φως στο σκοτάδι εκείνο, ούτε αι λαμπραί ακτινοβολίαι των αστέρων είχαν την δύναμιν να φωτίσουν την τρομερά εκείνην νύκτα.
Ακαθόριστο δε κάποιο φως διεφαίνετο αναμεταξύ των, το οποίον ήναπτε μόνον του, γεμάτο όμως φόβο δι' αυτούς. Και οι άνθρωποι περιδεείς και τρομοκρατημένοι εκ του γεγονότος ότι δεν ηδύναντο να βλέπουν καθαρά τα γύρω των πρόσωπα, εξελάμβαναν τα διάφορα αντικείμενα χειρότερα από οτι εις την πραγματικότητα ήσαν.

Αι απάται δε της μαγικής τέχνης των Αιγυπτίων μάγων είχαν πέσει πλέον κάτω, ανίκανοι να αποτρέψουν το κακόν. Και η αλαζονεία των μάγων δια την σοφία των απεδείχθη γελοία.
Διότι οι μάγοι, οι οποίοι ισχυρίζοντο και έδιδαν υποσχέσεις, ότι είναι εις θέσιν να διώξουν από την ασθενούσαν ψυχήν φόβους και ταραχάς, αυτοί οι ίδιοι ήσαν ασθενείς ψυχικώς κυριευμένοι από καταγέλαστο φόβο.

Διότι και εάν ακόμη κανένα συγκλονιστικό φάντασμα δεν υπήρχε, δια να φοβηθούν, ήσαν όμως περιδεείς, περνούσαν ενώπιό των σιχαμερά ζωΰφια και ερπετά συρίζοντα και απέθνησκαν από τον τρόμο των αρνούμενοι ένεκα του φόβου των να αντικρύσουν και αυτόν τον σκοτεινό αέρα της τριημέρου νυκτός, την οποίαν κατ' ουδένα τρόπον άλλωστε μπορούσαν να αποφύγουν.
Διότι η κακότης και η ενοχή, όταν ελεγχθή και φανερωθή, κάμνει τον άνθρωπο δειλό και περιδεή, καταπιεζομένη δε από τους ελέγχους της συνειδήσεως κάμνει χειρότερα τα υπάρχοντα κακά.

Διότι ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή μία κατάστασις, κατά την οποίαν μας εγκαταλείπει και αυτή η βοήθεια της διανοίας μας.
Οταν δε μειωθή μέσα μας η ελπίς, τότε ο φόβος εξ αιτίας της αγνοίας μας μας κάνει να θεωρούμε χειρότερα τα κακά, παρ' όσον εις την πραγματικότητα είναι.

Οι Αιγύπτιοι δε κατά την ακατανίκητο και τα πάντα καταβαλούσαν εκείνην τριήμερο νύκτα, η οποία από τα έγκατα του αδυσωπήτου άδου προήλθεν, περιπεσόντες εις ένα όμοιο με εκείνην σκοτεινό τεταραγμένο ύπνο, άλλοι μεν από αυτούς κατεδιώκοντο από φοβερά φαντάσματα, ενώ άλλοι είχαν παραλύσει από την ατονία της ψυχής των, από έλλειψιν ηθικού σθένους. Διότι αιφνίδιος και απροσδόκητος φόβος επήλθεν εναντίον των και τους κατεκυρίευσε.

Ετσι εις αυτήν την κατάστασιν των οποιοσδήποτε από αυτούς κατέπιπτεν εκεί εις την γη, ήτο ως εάν είχε κλεισθή εις μίαν φυλακή χωρίς εξωτερικά σίδηρα. Τον παρέλυε και τον έκαμνε ακίνητο ο φόβος.

Εάν κανείς ήτο γεωργός η βοσκός η εργάτης μακράν των πόλεων, μόλις κατελήφθη από το τριήμερον αυτό σκότος, έμενε κατ' ανάγκην εκεί, όπου ευρίσκετο.
Διότι όλοι, όπου και αν είχαν ευρεθή, είχαν δεθή με την ιδίαν αλυσίδα του σκότους. Ο άνεμος, ο οποίος εσύριζε, το αρμονικόν λάλημα των πτηνών στους πλουσίους κλάδους των δένδρων, η βοή του ύδατος που έρρεε με ορμήν, η οι τρομεροί κτύποι των καταρριπτομένων βράχων, η αόρατος αλλά θορυβώδης πορεία των ζώων που πηδούσαν, η αι φωναί τρομερών και ωρυομένων αγρίων θηρίων η ο αντίλαλος που αντηχούσεν εις τας κοιλάδας των ορέων, όλα αυτά τους τρόμαζαν και τους παρέλυαν.

Και ταύτα, όταν όλος ο άλλος κόσμος κατελαμπρύνετο από το λαμπρότατον φως και οι άνθρωποι ησχολούντο ανεμπόδιστα με τα έργα των.
Μονον δε στους Αιγυπτίους είχεν επικρατήσει και επιταθή βαρεία νύκτα, εικών του σκότους, το οποίον τους επεφυλάσσετο. Αλλά πιο πολύ και από το τριήμερο σκοτάδι είχαν καταβαρυνθή οι Αιγύπτιοι από την εσωτερική των ψυχική αγωνία.


Κυριακή 6 Μαΐου 2012

ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗ ΚΑΘΕ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΖΩΗ.




Εις όλα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός δια να πραγματοποιηθή δε κάθε έργον κάτω από τον ουρανόν, πρέπει να δοθή η κατάλληλος ευκαιρία.
Υπάρχει ωρισμένος καιρός, που όταν συμπληρωθή, θα γίνη ο τοκετός και ωρισμένος καιρός του θανάτου, ωρισμένος ο καιρός της φυτεύσεως και ωρισμένος ο καιρός, που θα εκριζωθή το φυτευθέν.

Υπάρχει ωρισμένος καιρός, που θα διαταχθή η εκτέλεσίς του ενόχου, όπως και ωρισμένος καιρός να αποτραπή ο θάνατος και να του χαρισθή η ζωη. Καιρός δια να κρημνίση ο άνθρωπος, και καιρός, δια να ανοικοδόμηση.

Υπάρχει ωρισμένος καιρός, δια να κλαύση κανείς, και ωρισμένος καιρός δια να γελάση. Ωρισμένος καιρός δια θρήνους και κοπετούς, και ωρισμένος καιρός δια να χορεύση κανείς και εκδηλώση την χαράν του.

Υπάρχουν περιστάσεις, που θα πετά κανείς τους λίθους ως αχρήστους, και άλλοτε που θα μαζεύη λίθους προς οικοδομήν. Αλλοτε πάλιν θα εναγκαλίζεται και άλλοτε θα απομακρύνεται από τας περιπτύξεις.

Υπάρχει καιρός, κατά τον οποίον θα αναζητήση κανείς και θα εύρη, και καιρός κατά τον οποίον θα χάση. Αλλοτε θα αποθηκεύη και θα βάλη κατά μέρος τα συναχθέντα, και άλλοτε θα βγάλη αυτά από την αποθήκην και θα τα εξοδεύση.

Είναι καιρός κατά τον οποίον θα διαρρήξη κανείς τα ενδύματα του εις ένδειξιν πένθους και αποδοκιμασίας, και πάλιν είναι καιρός κατά τον οποίον θα ράψη τα ρούχα του. 

Καιρός σιωπής και καιρός, κατά τον οποίον έχει το δικαίωμα κανείς να ομιλήση.

Καιρός να αγαπήση και καιρός να μισήση. Καιρός προς πόλεμον και καιρός προς σύναψιν ειρήνης.

Ποίον λοιπόν, κέρδος απομένει εις εκείνον, ο οποίος πράττει όσα ανωτέρω ελέχθησαν, και δια τα οποία κοπιάζει εις όλην του την ζωήν; Κανένα.
Είδα εγώ και επρόσεξα ακόμη όλην την ταλαιπωρίαν και προσπάθειαν, που έδωκεν ο Θεός στους ανθρώπους, ώστε να περισπώνται συνεχώς με αυτήν.

Τα σύμπαντα όμως, όσα δημιούργησε ο Θεός στον κατάλληλο καιρόν των, είναι καλά λίαν. Και την αίσθησιν του χρόνου έδωκεν ο Θεός εις την διάνοιαν των ανθρώπων. 

Δεν επέτρεψεν όμως ο Θεός και ούτε ημπορεί ο άνθρωπος να κατανοήση το έργον του Θεού απ' αρχής μέχρι τέλους, το σχέδιον της δημιουργίας και το νόημα της Ιστορίας.

Κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει άλλη ευτυχία στον άνθρωπον, ειμή το να απολαμβάνη εν μέτρω τα υλικά αγαθά και να πράττη το καλόν και την ευεργεσίαν καθ' όλον το διάστημα της ζωής του.
Ευτυχής είναι ακόμη ο άνθρωπος ο οποίος θα φάγη και θα πίη και θα ίδη τα αγαθά εκ των κόπων του. Ας έχη όμως υπ' όψιν του, ότι αυτό είναι δωρεά του Θεού.

Εγνώρισα εγώ, και γνωρίζω καλά, ότι όλα τα δημιουργήματα, που έκαμεν ο Θεός είνα αμετάβλητα και παραμένουν αιώνια. Εις κάθε έργον του Θεού δεν ημπορεί κανείς ούτε να προσθέση ούτε να αφαιρέση κάτι. Ο Θεός τα δημιούργησε κατά τέτοιον τρόπον, ώστε οι άνθρωποι, όταν τα βλέπουν, να σέβωνται αυτόν και να υποτάσσωνται στο θέλημά του.

Εκείνο το οποίον έχει ήδη γίνει, υπάρχει. Εκείνο το οποίον μέλλει να γίνη, ενώπιον του Θεού είναι ωσάν να έχη γίνει. Ο δε Θεός της δικαιοσύνης θα αναζητήση και θα υπερασπίση αυτόν, που αδίκως καταδιώκεται.

Είδα ακόμη εγώ κάτω από τον ήλιον επάνω εις την γην τα δικαστήρια. Και εκεί εκάθητο ο ασεβής ως κριτής, δια να δικάση. Είδα ότι στον τόπον, όπου έπρεπε να κάθεται ο δίκαιος, εκάθητο ο ασεβής.

Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ από μέσα μου και είπα• “ο Θεός θα κρίνη δικαίως τον δίκαιον και τον ασεβή, διότι δια κάθε πράγμα και δια κάθε έργον θα έλθη ο κατάλληλος καιρός• της αμοιβής η της τιμωρίας”.

Εσκέφθην εγώ από μέσα μου και είπα• ότι ο Θεός θα ξεχωρίση τότε τους ανθρώπους και θα φανερώση, ότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα κτήνη, παρά μόνον κατά την λαλιάν.

Διότι το τέλος όλων των ανθρώπων και το τέλος του κτήνους είναι το ίδιο. Θα συναντηθούν στον θάνατον. Οπως είναι ο θάνατος του ζώου, ετσι είναι και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου. Και εις όλους, ανθρώπους και ζώα, φαίνεται, σαν να υπάρχη το ίδιο πνεύμα. Και επομένως από απόψεως φυσιολογικής τι εκέρδησεν ο άνθρωπος περισσότερον από το κτήνος; Τιποτε, διότι όλα είναι μάταια.

Τα πάντα, ζώα και άνθρωποι, θα καταντήσουν εις ένα τόπον• εις την γην. Ολα εγιναν από το χώμα και όλα θα επιστρέψουν στο χώμα.

Και ποιός, αλήθεια, βάσει μόνον της ανθρωπίνης σοφίας, γνωρίζει, αν η ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατον ανεβαίνη προς τα επάνω στον ουρανόν και η πνοή του κτήνους κατεβαίνει κάτω εις την γην;

Είδον επάνω εις τα πράγματα και κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει αγαθόν εις τα έργα και τους κόπους του ανθρώπου, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα απολαμβάνη κατά το διάστημα της ζωής του. Αυτή είναι η κληρονομία του και το μερίδιόν του. Διότι ποιός άλλος άνθρωπος είναι δυνατόν να οδηγήση αυτόν, δια να μάθη, τι θα του συμβή μετά τον θάνατον, δηλαδή εις την μέλλουσαν ζωήν;

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 3

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Διότι, πράγματι, ποιός ημπορεί να φάγη και να πίη κάτι χωρίς την θέλησιν του Θεού;




Είπα εγώ τότε από μέσα μου στον εαυτόν μου “αφού εις την σοφίαν και την επιστήμην δεν υπάρχει ικανοποίησις, έλα λοιπόν, θα σε κάμω να δοκιμάσης την ηδονήν και την ευχαρίστησιν. Να απολαύσης κάθε υλικόν αγαθόν”. Αυτό και έγινε. Ιδού όμως ότι η υλική αυτή απόλαυσις ήτο καθαρά ματαιότης.
Δια τα πολλά και ατελείωτα γέλια είπα ότι είναι παράφορα και ανοησία. Εις δε την αμαρτωλήν διασκέδασιν είπα “διατί το κάνεις αυτό;”

Επειτα εσκέφθην πολύ. Και λογικώς σκεπτόμενος επεδίωξα κατά την απόλαυσιν των υλικών αγαθών να συγκρατήσω τον εαυτόν μου εις τα όρια της λογικής και να μη παρασυρθώ από τας ηδονάς, όπως ελκύεται ο άνθρωπος από το κρασί, δια να δω ποίον είναι το αγαθόν, το οποίον οι άνθρωποι πρέπει να πράξουν καθ' όλας τας ημέρας της επιγείου ζωής των.
Επεδίωξα λοιπόν τα μεγάλα έργα. Εκτισα οικοδομάς μεγαλοπρεπείς. Εφύτευσα δια τον εαυτόν μου αμπελώνας.

Περιέκλεισα κήπους και δενδροκήπους και φύτευσα εις αυτούς δένδρα καρποφόρα παντός είδους.

Διέταξα και εκτίσθησαν δεξαμεναί υδάτων, δια να ποτίζωνται από αυτάς όλα τα χλοερά δένδρα του δάσους.

Ηγόρασα ως κτήμα μου δούλους και δούλας. Και τα παιδιά, που αυτοί εγέννησαν εις τα ανάκτορά μου, έγιναν ιδικά μου. Απέκτησα μεγάλα κοπόδια βοϊδιών και προβάτων, περισσότερα από όσα είχαν αποκτήσει όλοι εκείνοι, που υπήρξαν προ εμού εις την Ιερουσαλήμ.

Συνεκέντρωσα δια τον εαυτόν μου άργυρο και χρυσό, θησαυρούς και περιουσίας βασιλέων και ολοκλήρων περιοχών. Είχα προς διασκέδασίν μου τραγουδιστάς και τραγουδιστρίας. Εκαμα δικάς μου και γνώρισα όλας τας διασκεδάσεις και απολαύσεις των ανθρώπων. Είχα οινοχόους και οινοχόας, δια να με κερνούν κρασί.

Εφθασα εις μεγαλείον και δόξα και ξεπέρασα όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι προ έμού είχαν ζήσει εις την Ιερουσαλήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγαλείων και των απολαύσεων η σοφία μου μου συμπαρεστάθη, ώστε να μη εκτραπώ ανεπανορθώτως.

Καθε τι, το οποίον επεθύμησαν οι οφθαλμοί μου, δεν τους το στέρησα και δεν ημπόδισα την καρδίαν μου να απολαύση κάθε τέρψιν και χαρά. Η καρδία μου απήλαυσεν όλα τα αγαθά των ταλαιπωριών και των κόπων μου. Αυτό άλλωστε υπήρξε και το κέρδος όλων των κόπων της ζωής μου.

Και έπειτα από όλας αυτάς τας τέρψεις και τας απολαύσεις έρριψα εγώ ένα βλέμμα εις όλα όσα έπραξα, εις όλα όσα κατεσκεύασαν τα χέριά μου, εις όλα όσα με κόπο και ταλαιπωρίαν ηγωνίσθην να αποκτήσω, και έβγαλα το συμπέρασμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιότης. Κούφια ορμή παρερχομένου ανέμου και ότι δεν υπάρχει κανένα μόνιμο κέρδος, καμία ωφέλεια κάτω από τον ήλιο.

Ερριψα εγώ το βλέμμα μου, δια να δω και γνωρίσω τι διαφέρει η σοφία από την παραφοράν και μωρίαν των ανθρώπων. Διότι ποιός άνθρωπος εις όλον του τον βίον ακολουθεί την σοφίαν και την σύνεσιν εις τας πράξεις, τας οποίας αυτή εμπνέει και ενεργεί;
Από την παρατήρησιν και εξέτασιν αυτήν είδον εγώ, ότι υπάρχει μεγάλη υπεροχή της σοφίας απέναντι της αφροσύνης, όση υπεροχή υπάρχει στο φως απέναντι του σκότους

Οι οφθαλμοί του σοφού ανθρώπου ευρίσκονται ανοικτοί πάντοτε εις την κεφαλήν του, ώστε να βλέπη που πορεύεται και τι πράττει. Ενῷ στον ασύνετον δεν υπάρχουν οφθαλμοί και βαδίζει μέσα στο σκότος. Εν τούτοις εγώ κατενόησα, ότι, παρά την διαφοράν αυτήν, ο σοφός και ο μωρός θα έχουν μίαν κοινήν συνάντησιν• θα συναντηθούν και οι δύο στον θάνατον.
Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ εσωτερικώς και είπα στον εαυτόν μου. “Αφού, όπως θα αποθάνη ο μωρός, θα αποθάνω και εγώ, διατί τότε εκοπίασα να αποκτήσω σοφίαν;” Εσκέφθην τότε πιο πολύ από μέσα μου και είπα• “ο άφρων ομιλεί ανοησίας από το περίσσευμα της καρδίας του και η ιδική μου σοφία είναι άραγε ματαιότης.

Διότι τόσον η ανάμνησις του σοφού όσον και η ανάμνησις του μωρού δεν θα μείνη αιωνία. 

Καθοτι αι ημέραι και οι χρόνοι, που θα ακολουθήσουν, θα κάμουν να λησμονηθούν τα πάντα. 

Και πως, λοιπόν, ο σοφός πεθαίνει και λησμονείται, όπως και ο ανόητος;”
Αηδίασα εγώ την επίγειον ζωήν, διότι κατ' εμέ είναι ταλαιπωρία και ματαιότης κάθε έργον, που γίνεται κάτω από τον ήλιο εις την γην, διότι όλα είναι μάταια και κούφια, σαν πνοή διερχομένου ανέμου.

Και απεστράφην εγώ όλας τας ταλαιπωρίας και τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην κάτω από τον ήλιον, διότι αυτούς τους κόπους μου τους αφήνω στον άγνωστόν μου άνθρωπον, ο οποίος θα με διαδεχθή.

Και ποιός γνωρίζει, εάν αυτός θα είναι σοφός η ασύνετος; Και εάν αυτός θα εξουσιάζη και θα διαχειρίζεται καλώς τα αγαθά των κόπων μου, δια τα οποία εγώ σκληρά ειργάσθην και δια της σοφίας μου τα απέκτησα ζων κάτω από τον ήλιον; Και αυτό βεβαίως είναι ματαιότης.

Εγύρισα τότε και απεφάσισα να κάμω την καρδίαν μου, να απαρνηθή όλους τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην.

Διότι εσκέφθην, ότι υπάρχει άνθρωπος, όπως εγώ, ο οποίος με κάθε σοφία και γνώσιν και δραστηριότητα κοπίασε δια την απόκτησιν αγαθών, και άνθρωπος ο οποίος δεν κοπίασε δι' αυτά. Και ο πρώτος θα αφήση στον δεύτερον τα αγαθά του ως κληρονομίαν του. Αυτό βέβαια είναι μάταιον και πολύ καταθλιπτικόν.

Διότι τι απομένει στον άνθρωπον από όλον τον κόπον του, στον οποίον υπεβλήθη κάτω οπό τον ήλιον και από όλην την διάθεσιν της καρδίας του;

Διότι όλαι αι ημέραι της ζωής του ανθρώπου είναι ταλαιπωρία και κόπος και πόνος και ανησυχία, κατά δε την νύκτα δεν ησυχάζει ο νους και η καρδία του εξ αιτίας των μεριμνών του. Αυτό είναι ματαιότης.

Και λοιπόν δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον άλλο αγαθόν, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα φάγη και θα πίη και το οποίον θα προσφέρη προς τέρψιν και ευχαρίστησιν εις την ψυχήν του αγαθόν, το οποίον απέκτησε με τον κόπον του. Εγώ αυτό είδον και εξηκρίβωσα επάνω εις τα πράγματα, ότι αυτό το αγαθόν έχει δοθή από το χέρι του Θεού στον άνθρωπον.

Διότι, πράγματι, ποιός ημπορεί να φάγη και να πίη κάτι χωρίς την θέλησιν του Θεού;

Διότι ο Θεός στον άνθρωπον, που τον βλέπει αγαθόν, έδωσε σοφίαν και γνώσιν και χαράν. Εις δε τον αμαρτωλό έδωσεν αγωνιώδη απασχόλησιν, δια να θησαυρίζη και να συγκεντρώνη υλικά αγαθά, ώστε να αφήση αυτά στον άνθρωπον τον αγαθόν ενώπιον του Θεού. Αλλά και αυτά είναι ματαιότης. Κούφια πνοή του ανέμου, που έρχεται και παρέρχεται.


 ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2



ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ ΤΟΥ ΑΘΩ


Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Πώς να βρούμε διέξοδο στην καθημερινή ζωή μας;


Πώς να βρούμε διέξοδο στην καθημερινή ζωή μας; Πώς να οικοδομήσουμε τη σωτηρία μας; Χωρίς το θείο δώρο της ελευθερίας δεν υπάρχουμε, αλλά ή ελευθερία αυτή μας ξεπερνά. Είναι απαραίτητη, αλλά δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε ούτε να την αντέξουμε. Πώς να ζήσουμε; Ή ορθόδοξη ασκητική μάς δίνει απάντηση. Με αυτήν αρχίζουμε να ζούμε με συναίσθηση των ορίων μας και το φόβο του Θεού.


Για να μη χάσετε την ευλογία πού σάς έδωσε Θεός, αγωνισθείτε ν' αφομοιώνετε κάθε σκέψη πού σάς εμπνέει και να διώχνετε κάθε λογισμό πού σάς φονεύει.

Πώς να καθαρίσουμε τη φύση μας από κάθε ίχνος του προπατορικού αμαρτήματος; Αυτή είναι ή έννοια της ασκητικής ζωής. Έξω από αυτή δεν υπάρχει σωτηρία.

ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ. 

ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Elder Ieronymos of Aigina.






And then, you also want not to have woes? It can't be. God loves us, but we often do not understand it. If we enjoy everything here on earth, then we will forget God. God gives us opportunities to know Him, if only we take hold of the messages. He finds a thousand ways to make us come to know Him. St. Basil says somewhere, Make weak¬ness material for virtue. No matter what evil comes upon us, if we have patience, it is possible that what we see as evil, will guide us to virtue. The greatest evil is to become estranged from God.




In all things have measure. Only have humility without measure. Do not leave off prayer. No matter how tired you are, you can pray for half an hour. Feed your body as if you were going to live a hundred years, but feed your soul as if she were going to die tomorrow."




Elder Ieronymos of Aigina

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Όποιος ευχαριστείται και γλυκαίνεται να συχνάζει εις τα οινοπωλεία και να μεθά αυτός θα κληροδοτήσει στο σπίτι του εξευτελισμό και ντροπή.




Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο άνθρωπος, ο έστω και κοινωνικώς κατώτερος, ο οποίος όμως με την έντιμο εργασία του εξυπηρετεί τον εαυτόν του και την οικογένειά του, παρά μωροκενόδοξος, ο οποίος με τίτλους ευγενείας άνευ αξίας επιζητεί δόξα, καθ' ον χρόνο στερείται και αυτού του επιουσίου άρτου. 

Ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος πονεί και ενδιαφέρεται και δι' αυτά ακόμη τα ζώα του. Τα σπλάγχνα όμως των ασεβών είναι άπονα και σκληρά προς πάντας και προς πάντα. Εκείνος που καλλιεργεί με επιμονή και ενδιαφέρον τους αγρούς του, θα χορτάση ψωμί.

Όσοι όμως επιζητούν μάταια και ακατόρθωτα πράγματα και καταστρώνουν μεγάλα απραγματοποίητα σχέδια, αυτοί είναι ανόητοι και θα πεινάσουν.

 Όποιος ευχαριστείται και γλυκαίνεται να συχνάζει εις τα οινοπωλεία και να μεθά αυτός θα κληροδοτήσει στο σπίτι του εξευτελισμό και ντροπή. 

Αι επιθυμίαι των ασεβών είναι πάντοτε κακαί και οδηγούν εις την καταστροφή, ενώ αι ρίζαι των ευσεβών είναι απλωμέναι ασφαλείς και αμετακίνητοι. Αυτοί και οι απόγονοί των θα ευδοκιμήσουν.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΚΕΦ 12 ΣΤΙΧΟΙ 9-12

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Ο Κύριος είναι η ακατανίκητος δύναμις και κραταιά βοήθεια του λαού του.





Προς σε, Κύριε, συνεχώς δια της προσευχής μου κραυγάζω. Συ, ο Θεός μου, μη κωφεύσης και μη αντιπαρέλθης με σιωπήν την αίτησίν μου. Διότι, όταν αδιαφορήσης και δεν απαντήσης εις εμέ, θα γίνω όμοιος με ένα από τους ανθρώπους εκείνους, οι , οι οποίοι ρίπτονται νεκροί στον βαθύν τάφον.

Κάμε δεκτή την φωνή της δεήσεώς μου, την ώραν που με υψωμένα ευλαβώς τα χέριά μου προς τον άγιον ναόν σου, σου απευθύνω εκ βάθους καρδίας ολόθερμο ικεσία.

Μη με σύρης και μη με καταδικάσεις εις όλεθρο μαζί με τους αμαρτωλούς ανθρώπους• με εκείνους, οι οποίοι ως έργον των και σκοπό της ζωής έχουν, το να αδικούν. Αυτοί είναι δίβουλοι και διπρόσωποι. Ειρηνικούς και φιλικούς λόγους ομιλούν προς τους γύρω των, σχεδιάζουν όμως κακά έργα μέσα εις τας καρδίας των.


Δώσε, Κύριε, εις αυτούς σύμφωνα με τα έργα των, σύμφωνα με την πονηρία και την πανουργία των εγκληματικών των σχεδίων και ενεργειών. Δώσε εις αυτούς σύμφωνα με τα κακά έργα των, που διαπράττουν με τα ίδια των τα χέρια. Πλήρωσέ τους και ανταπόδωσέ τους ως μισθό και ποινή αυτό, που αρμόζει εις τας αμαρτωλάς των πράξεις.

Διότι αυτοί δεν ηθέλησαν να μελετήσουν και κατανοήσουν τα έργα της παντοδυναμίας και δικαιοσύνης του Κυρίου, τα έργα των χειρών του. Θα τους κατακρημνίσης, θα τους αφήσης στο χώμα συντετριμμένους και δεν θα τους ανεγείρης ποτέ πλέον.

Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Κύριος, διότι ήκουσε και εδέχθη με ευμένεια την φωνή της δεήσεώς μου.

Ο Κύριος έγινε βοηθός μου και υπερασπιστής μου. Η καρδία μου στήριξε εις αυτόν την ελπίδα της. Δι' αυτό δε και έλαβα στοργική βοήθεια από εκείνον. Το ταλαιπωρημένο και κατεξηντλημένο σώμα μου ανεζωογονήθη. Δια τούτο με όλη μου την θέλησιν και επιθυμίαν θα τον δοξολογήσω.

Ο Κύριος είναι η ακατανίκητος δύναμις και κραταιά βοήθεια του λαού του. Αυτός είναι ο υπερασπιστής του, ώστε με πολλούς και διαφόρους τρόπους και εις πολλάς περιστάσεις χάρισε την σωτηρία στον βασιλέα, τον οποίον ο ίδιος έχρισε.
Σώσε τον λαό σου τον ισραηλίτικο και ευλόγησε αυτούς, τους οποίους ξεχώρισες ανάμεσα από τα άλλα έθνη ως ιδικήν σου κληρονομία και τους εξέλεξες, δια να ανήκουν εις σε. Ως στοργικός ποιμήν προστάτευσέ τους, κυβέρνησέ τους, διάθρεψέ τους, πάρε τους υπό την προστασία σου δια παντός.